- ἐνεῖρας
- ἐνείρωentwineaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνείρας — ἐνείρᾱς , ἐνείρω entwine aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνειρας — ἐνείρω entwine aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενείρω — (Α ἐνείρω) 1. συμπλέκω, συναρμόζω («οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων ἐνειρμένων περί σχοίνους ἐστί», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ μέσα ή επάνω σε κάτι («ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεταξύ τῶν μηρῶν», Ιπποκρ.) 3. διαπερνώ με κάτι («νεύροις με ἐνείρας», ΠΔ) … Dictionary of Greek